επιείκεια

επιείκεια
Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος, εξαιτίας της γενικότητάς του, μπορεί να παραγνωρίσει προξενώντας έτσι μια πραγματική αδικία. Στην ε. του αττικού δικαίου αντιστοιχεί η aequitas των Ρωμαίων, που ενέχει και αυτή διορθωτικό χαρακτήρα απέναντι στον αυστηρό και άκαμπτο χαρακτήρα του jus strictum. Όμως, στη σκέψη των Ρωμαίων νομικών το jus aequum υπογραμμίζει ιδίως την ανανέωση της νομικής εμπειρίας με την επίδραση μιας ιδεατής δικαιοσύνης. Στον νομομαθή Κέλσο, το δίκαιο στο σύνολό του ορίζεται ως ars boni et aequi (τέχνη του καλού και επιεικούς). Είναι γνωστή, εξάλλου, η αντίθεση μεταξύ common law και equity στο νεότερο αγγλικό δίκαιο, αντίθεση που αναπτύχθηκε παράλληλα με τη διάκριση δύο χωριστών τάξεων δικαστηρίων. Οι φιλελεύθερες νομικές θεωρίες και πρώτη απ’ όλες του Καντ, καταπολεμώντας τον πατερναλισμό της εξουσίας και των δικαστηρίων, τοποθέτησαν το θετικό δίκαιο ως υπέρτερο κριτήριο της δικαιοσύνης και περιόρισαν, συνεπώς, την αναδρομή στην έννοια της ε. στις περιπτώσεις μόνο όπου ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει τη συνεκτίμηση των ατομικών περιστάσεων. Στη νομοθεσία και στο νομολογιακό δίκαιο, η ε. παρεμβαίνει παράλληλα με άλλες έννοιες, που αποκαλούνται συχνά γενικές ρήτρες, όπως η «καλή πίστη», τα «χρηστά»ήθη κλπ., που χρησιμεύουν στη συμπλήρωση των ορισμών του αυστηρού δικαίου και στην ολοκλήρωση της ερμηνευτικής αποστολής του δικαστή. Άλλοτε όμως, στην κοινή νομική γλώσσα, η ε. τείνει να ταυτιστεί με την ιδιαίτερη ανθρώπινη μεταχείριση, που το συναίσθημα της ευσπλαχνίας επιβάλλει απέναντι στον ασθενέστερο. Ρητά στον Αστικό Κώδικα τη συναντάμε μόνο στην υποχρέωση διατροφής του υπαίτιου συζύγου η οποία μπορεί για λόγους ε., κατά την κρίση του δικαστή, να διακοπεί ή να μειωθεί ανάλογα. Στο ποινικό δίκαιο, δεν απαντά, αλλά σχεδόν ταυτίζεται με το όλο πνεύμα του, διατυπωμένο σε θεμελιακές αρχές του, όπως η μέριμνα για την πλήρη απόδειξη της ενοχής του διωκόμενου και η δυνατότητα αμφιβολίας για την ενοχή του. Η παραπομπή στην ε., πολλές φορές από τον ίδιο τον νομοθέτη, είναι ενδεικτική της εξέλιξης του σύγχρονου δικαίου πέρα από τη θεωρητική ακαμψία του νομικού θετικισμού και της αποφασιστικής στροφής, στη θεωρία και στην πράξη, προς κατευθύνσεις που δικαιώνουν τη νεότερη κοινωνιολογία του δικαίου και τη νομική τελεολογία του Αριστοτέλη.
* * *
η (AM ἐπιείκεια) [επιεικής]
συγκαταβατικότητα, μετριοπάθεια, κρίση ή τιμωρία με ηπιότητα («ζητώ την επιείκεια τού δικαστηρίου», «παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. τήρηση τού μέτρου, σύνεση
2. καλοσύνη, αγαθότητα
αρχ.
1. το λογικό, το εύλογο («λόγος ἔχει ἐπιείκειάν τινα»)
2. (για πρόσ.) ευθύτητα στη συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον («ἡ ἐπιείκεια πρὸς τοὺς μέλλοντας ἐπιτηδείους», Θουκ.)
3. προσωποπ. θεότητα τής επιείκειας («τό γε τῆς Ἐπιεικείας ἱερόν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιεικείᾳ — ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιείκεια — reasonableness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιείκεια — η συγκατάβαση, και ιδίως η τιμωρία αδικήματος ή σφάλματος με ηπιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιεικείας — ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem acc pl ἐπιεικείᾱς , ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικείαι — ἐπιεικείᾱͅ , ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικείαις — ἐπιείκεια reasonableness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικείης — ἐπιείκεια reasonableness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικείῃ — ἐπιείκεια reasonableness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιείκειαι — ἐπιείκεια reasonableness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιείκειαν — ἐπιείκεια reasonableness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”